- αξομολόγητος
- η , ο1) неисповеданный; 2) непризнанный (о проступках)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αξομολόγητος — (κ. αξεμ ), η, ο 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν εξομολογήθηκε σε ιερέα 2. (για πράξεις) αυτό που δεν ομολόγησε κάποιος, που δεν το εκμυστηρεύθηκε … Dictionary of Greek
αξεμολόγητος — η, ο (βλ. αξομολόγητος) … Dictionary of Greek