αξομολόγητος

αξομολόγητος
η , ο
1) неисповеданный; 2) непризнанный (о проступках)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αξομολόγητος" в других словарях:

  • αξομολόγητος — (κ. αξεμ ), η, ο 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν εξομολογήθηκε σε ιερέα 2. (για πράξεις) αυτό που δεν ομολόγησε κάποιος, που δεν το εκμυστηρεύθηκε …   Dictionary of Greek

  • αξεμολόγητος — η, ο (βλ. αξομολόγητος) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»